- επιπάρειμι
- (I)ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι]1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.)2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.)3. αστρολ. κατέχω μια θέση.————————(II)ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι]1. προχωρώ σε ψηλό μέρος παράλληλα με άλλον που πορεύεται σε χαμηλό («oἱ δὲ κατὰ τὸ ὄρος ἐπιπαριόντες», Ξεν.)2. (με δοτ.) προσβάλλω από τα πλάγια («ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται», Θουκ.)3. προχωρώ κατά μήκος τής παρατάξεως τού στρατού («ὁ στρατηγός ἐπιπαριὼν τὸ στρατόπεδον... παρεκελεύετο», Θουκ.)4. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον5. περνώντας από κάπου επισκέπτομαι.
Dictionary of Greek. 2013.